YOUTUBE

Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2015

ΙΔΕΑΔ, Γνωμοδότηση για το δικαίωμα της ΠΑΕ ΑΠΟΛΛΩΝ να ζητήσει επανασυζήτηση υποθέσεως πειθαρχικής τιμωρίας της ΠΑΕ ΒΕΡΟΙΑΣ




            Προς την ποδοσφαιρική ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία « ΠΑΕ ΑΠΟΛΛΩΝ ΣΜΥΡΝΗΣ »

Γ Ν Ω Μ Ο Δ Ο Τ Η Σ Η


ΤΟΥ

ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ
ΑΘΛΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

( ΙΔΕΑΔ)
             




ΑΘΗΝΑ, ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2015
Α. Εισαγωγικά
Η ΠΑΕ Απόλλων Σμύρνης απηύθυνε προς το Ινστιτούτο Διεθνούς & Ελληνικού Αθλητικού Δικαίου ερώτημα, σχετικά με το  εάν είναι παραδεκτή η από μέρους του άσκηση αίτησης αναψηλάφησης ενώπιον του Τακτικού Διαιτητικού Δικαστηρίου , σύμφωνα με το άρθρο 20 του σχετικού Κανονισμού  , στην πειθαρχική υπόθεση  της ΠΑΕ Βέροια, η οποία κρίθηκε με την υπ’ αριθ. 63/2015 απόφαση  της Επιτροπής Εφέσεων,  παρότι δεν υπήρξε διάδικος στην υπόθεση, και εάν υπό τις ανωτέρω περιστάσεις μπορεί να του αναγνωρισθεί η  ιδιότητα του τρίτου, στο πρόσωπου του οποίου συντρέχει έννομο συμφέρον. Επί του αμέσως ανωτέρω ερωτήματος η απάντησή μας εκτίθεται στα επόμενα κεφάλαια της παρούσας.-
Διευκρινίζουμε, μάλιστα, ότι το συγκεκριμένο θέμα, σε σχέση με την αρμοδιότητα του ποδοσφαιρικού εισαγγελέα για την άσκηση αίτησης αναψηλάφησης ενώπιον του Τακτικού Διαιτητικού Δικαστηρίου επί της ιδίας αυτής υποθέσεως, απασχόλησε το Ινστιτούτο και στην ημερίδα που οργάνωσε και που πραγματοποιήθηκε στις 02.10.2015, στην οποία παρευρέθησαν οι Ποδοσφαιρικοί Εισαγγελείς, Δικαστές – μέλη ποδοσφαιρικών δικαιοδοτικών οργάνων ο Υφυπουργός Αθλητισμού και, εν γένει, εκπρόσωποι του Νομικού Αθλητικού Κόσμου.-

Β. Ο νομικός προβληματισμός εκ του άρθρου 20 του Κανονισμού του Διαιτητικού Δικαστηρίου
Στο άρθρο 20 του Κανονισμού του Διαιτητικού Δικαστηρίου προβλέπεται το έκτακτο ένδικο μέσο της αίτησης αναψηλάφησης, χωρίς, όμως, να εξειδικεύονται τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται να ασκήσουν το εν λόγω έκτακτο ένδικο μέσο. Κατά τη γνώμη μας, τέτοιο δικαίωμα έχουν, κατ’ αρχήν, όσοι έλαβαν μέρος στην υπόθεση, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή, όσοι υπήρξαν διάδικοι.-
Ωστόσο, ο χαρακτήρας του ενδίκου αυτού μέσου, ως εκτάκτου, αποβλέπει, πρωτίστως, σε λύσεις ουσιαστικής Δικαιοσύνης. Με τις διατάξεις του ανωτέρω άρθρου, δηλαδή, κρίνεται ότι είναι άκρως ανεπιεικές να παραμένουν υποχρεωτικά απρόσβλητες αποφάσεις που, ενδεχομένως, είναι κατάφωρα ουσιαστικά άδικες ή νομικά εσφαλμένες. Από την άλλη, για να μην καθίσταται το εν λόγω ένδικο μέσο παρελκυστικό εργαλείο, η αίτηση συγχωρείται για τους, αποκλειστικά αναφερόμενους στον Κανονισμό, λόγους, π.χ. όταν υπήρξε (υποκρυπτόμενη ή μη) σύγκρουση συμφερόντων, όταν προκύπτει νέο (οψιγενές) στοιχείο, αν την έκδοση της απόφασης επηρέασε ψευδής μαρτυρική κατάθεση (δικαστική πλάνη) κ.α.-
Το συμπέρασμα των ανωτέρω είναι, ότι, αυτός καθεαυτόν ο σκοπός θέσπισης του συγκεκριμένου ενδίκου μέσου, δικαιολογεί, ακριβώς (αν δεν επιβάλλει), τη διασταλτική ερμηνεία της σχετικής διατάξεως του Κανονισμού, τουλάχιστον ως προς το πρόσωπο, που νομιμοποιείται να ασκήσει το εν λόγω ένδικο μέσο. Έτσι, ως νομιμοποιούμενος νοείται και οποιοσδήποτε τρίτος αποδεικνύει έννομο προς τούτο συμφέρον. Τυχόν αντίθετη άποψη θα οδηγούσε στο άτοπο, να εξακολουθεί να παραμένει σε ισχύ μία άδικη απόφαση, στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν έχουν, πλέον, έννομο συμφέρον (γενικότερα δε δεν ενδιαφέρονται) να την προσβάλουν, επειδή π.χ. ευνοούνται από όσα αυτή διατάσσει ή/και δέχθηκε. Αυτό, όμως, αντιστρατεύεται τον  ίδιο τον σκοπό θέσπισης της αίτησης αναψηλάφησης (π.χ., η πλευρά που έχει ευνοηθεί από την ψευδή κατάθεση, λογικώς, δεν θα θελήσει να  προσβάλει την απόφαση).-
Εν όψει όλων αυτών, ως νομιμοποιούμενος να ασκήσει την αίτηση αναψηλάφησης ενώπιον του Τακτικού Διαιτητικού Δικαστηρίου, δεν νοείται μόνον το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που έλαβε μέρος στην εν λόγω δίκη (π.χ. ως προσθέτως παρεμβάν), αλλά και οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο, που προσδοκά νόμιμο όφελος ή υφίσταται βλάβη από την έκβαση της υπόθεσης, που εκφράστηκε με την εκδοθείσα απόφαση. Με άλλα λόγια, οποιοσδήποτε τρίτος επικαλείται και αποδεικνύει έννομο συμφέρον, νομιμοποιείται να ασκήσει το έκτακτο αυτό ένδικο μέσο.-
Με βάση την παραπάνω συλλογιστική, αλλά και ενόψει του γενικότερου ρόλου του Εισαγγελέως στο Δίκαιό μας, θα ενομιμοποιείτο να ασκήσει αίτηση αναψηλαφήσεως και ο Ποδοσφαιριικός Εισαγγελέας, έστω και αν δεν υπήρξε διάδικος στην υπό αναψηλάφηση δίκη, άποψη που υποστηρίξαμε και κατά την συζήτηση στην ημερίδα του ΙΔΕΑΔ της 2-10-2015. Για υποστήριξη της απόψεως αυτής, θα μπορούσε κάποιος να επικαλεστεί α) την αντίστοιχη ρύθμιση της Ποινικής Δικονομίας, κατά την οποία ο Εισαγγελέας δικαιούται να ζητήσει την επανάληψη της διαδικασίας, αλλά και β) τις ανάλογες ρυθμίσεις, που προβλέπουν τα δικαιώματα του Εισαγγελέως στην εκουσία δικαιοδοσία της Πολιτικής Δικονομίας.-
Σε αντίθετη περίπτωση, αν, δηλαδή, κριθεί ότι ο Ποδοσφαιρικός Εισαγγελέας δεν νομιμοποιείται να υποβάλει αίτηση αναψηλαφήσεως, ενώπιον του Τακτικού Διαιτητικού Δικαστηρίου, επιτείνεται η ανάγκη αναγνωρίσεως του δικαιώματος αυτού σε τρίτο πρόσωπο, που επικαλείται και αποδεικνύει έννομο συμφέρον. Και τούτο, διότι, στη Πολιτική και Ποινική Δικαιοσύνη, υπάρχει, όπως προεκτέθηκε, η ασφαλιστική δικλείδα του Εισαγγελέως, για περιπτώσεις κατάφωρα άδικων και νομικά εσφαλμένων αποφάσεων. Τέτοια ασφαλιστική δικλείδα πρέπει να υπάρχει και στο Αθλητικό Δίκαιο. Ως εκ τούτου, και για τον λόγο αυτό, πρέπει να αναγνωριστεί το δικαίωμα της αιτήσεως αναψηλαφήσεως σε οποιονδήποτε αποδεικνύει την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπό του.
 Γ. Επιχειρήματα υπέρ της διασταλτικής ερμηνείας του άρθρου 20 εκ της υφιστάμενης αθλητικής νομοθεσίας.
Πέραν των ανωτέρω επιχειρημάτων που αντλούνται από την γενική θεωρία του δικαίου και ειδικότερα της Ποινικής και Πολιτικής Δικονομίας για την αναγνώριση του δικαιώματος της αιτήσεως αναψηλαφήσεως σε οποιονδήποτε αποδεικνύει την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπό του, όμοια επιχειρήματα αντλούνται και από την θεωρία του αθλητικού δικαίου και την υφιστάμενη αθλητική νομοθεσία.
Είναι κοινώς αποδεκτό στη θεωρία του διεθνούς αθλητικού δικαίου, τουλάχιστον από το 1949 με το έργο του M.S. Giannini  “Prime osservazioni sugli ordinamenti giuridici sportivi”, ότι οι διατάξεις της εν γένει έννομης τάξης, της ειδικής αθλητικής νομοθεσίας και των καταστατικών και κανονισμών των διεθνών και εθνικών αθλητικών ομοσπονδιών λειτουργούν στο πλαίσιο μιας μεταξύ τους παραπληρωματικότητας και αλληλοαποδοχής, έτσι ώστε να αποφεύγονται συγκρούσεις μεταξύ της γενικής και της αθλητικής έννομης τάξης. Η λειτουργία αυτή ορίζεται κατά Giannini ως αρχή της αμοιβαίας αποδοχής (principio di mutuo non disconoscimento) και αποτυπώνεται σήμερα με ενάργεια στη διάταξη του άρθρου 15 παρ.2 του νόμου 4326/2015 που καθορίζει το περίγραμμα της αυτοδιοικητικής λειτουργίας της ΕΠΟ και ισχύει αυτονοήτως και για τις λοιπές αθλητικές ομοσπονδίες και η οποία έχει ως εξής: «2. Θέματα του ποδοσφαίρου και της οργάνωσης και λειτουργίας της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας, ρυθμίζονται από την Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία (Ε.Π.Ο.), στο πλαίσιο της αυτοδιοικητικής λειτουργίας της σύμφωνα με το καταστατικό και τους κανονισμούς της, τα οποία πρέπει να είναι εναρμονισμένα με το Σύνταγμα, την κείμενη νομοθεσία, με δεδομένο ότι η Ε.Π.Ο. διαχειρίζεται τις υποθέσεις της, ανεξάρτητα και χωρίς επιρροή από τρίτους, και σύμφωνα με τους κανονισμούς της Παγκόσμιας και Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου, μέλος των οποίων αποτελεί η Ε.Π.Ο.». Με άλλα λόγια: Το Κράτος σέβεται την καταστατική και κανονιστική αυτοδιοικητική λειτουργία της ΕΠΟ και η ΕΠΟ σέβεται το Σύνταγμα και τους νόμους του Κράτους.
Στο πλαίσιο της ανωτέρω περιγραφόμενης σχέσης αμφίδρομης αποδοχής μεταξύ ισχύουσας αθλητικής και εν γένει νομοθεσίας και των διατάξεων των κανονισμών της ΕΠΟ, η ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των τελευταίων μπορεί και πρέπει να αντλεί επιχειρήματα όχι μόνο από την ποδοσφαιρική ( εθνική και διεθνή) κανονιστική-έννομη τάξη , αλλά και από την γενική κρατική έννομη τάξη, την υφιστάμενη αθλητική νομοθεσία και ιδίως αυτή που αφορά ειδικά  το ποδόσφαιρο.
Τέτοια περίπτωση, σε σχέση με το τιθέμενο στο ΙΔΕΑΔ ερώτημα, αποτελούν οι διατάξεις των άρθρων 121 παρ.2, 126 παρ.1 και 6 και 127Β παρ.4 του ν. 2725/1999, όπως ισχύει σήμερα, η συνδυασμένη ερμηνεία των οποίων δεν καταλείπει καμία αμφιβολία ως προς την ερμηνευτική αντιμετώπιση του άρθρου 20 του  Κανονισμού του Διαιτητικού Δικαστηρίου προς την κατεύθυνση της διασταλτικής του ερμηνείας σχετικά με τους νομιμοποιούμενους να ασκήσουν το ένδικο μέσον της αναψηλαφίσεως.
             Σύμφωνα με το άρθρο 121 παρ.2 του ως άνω νόμου επί των αποφάσεων των πρωτοβάθμιων δικαιοδοτικών οργάνων « Δικαίωμα προσφυγής έχει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ηττήθηκε ή υφίσταται άμεση ή έμμεση βλάβη από την πρωτοβάθμια απόφαση. Η προσφυγή ασκείται μέσα σε προθεσμία δύο (2) ημερών από τη γνωστοποίηση, με οποιονδήποτε τρόπο, της προσβαλλόμενης απόφασης, η δε διαδικασία είναι αυτή που προβλέπεται στο άρθρο 126 του παρόντος.». Ομοίως αναφέρεται ο νομοθέτης και στο άρθρο 126 παρ.1, όπου προβλέπει ότι « Η προσφυγή ενώπιον του Α.Σ.Ε.Α.Δ. ασκείται από το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ητήθηκε ή από εκείνο που υφίσταται άμεση ή έμμεση βλάβη από την πρωτοβάθμια απόφαση…», στη δε παράγραφο 6 του ιδίου άρθρου ότι «Αίτηση επανασυζήτησης της υπόθεσης ή ανάκλησης της αποφάσεως επιτρέπεται μόνο για λόγους μη νόμιμης ή εκπρόθεσμης κλήτευσης ή προσκόμισης νέων αποδεικτικών στοιχείων που δεν ήταν δυνατόν να ληφθούν υπόψη κατά την εκδίκαση της υποθέσεως και εφόσον δεν έχει εκτελεσθεί η απόφαση, οποτεδήποτε εκδοθείσα.» Τέλος σχετικά με τις αρμοδιότητες και την διαδικασία που ισχύει ενώπιον της Επιτροπής Εφέσεων της ΕΠΟ το άρθρο 127Β παρ.4 του ιδίου ως άνω νόμου προβλέπει ότι « Αρμοδιότητες της Επιτροπής είναι οι καθοριζόμενες στο καταστατικό της Ε.Π.Ο., καθώς και οι προβλεπόμενες για το Α.Σ.Ε.Α.Δ. στο άρθρο 124, εκτός από την περίπτωση δ΄. Για την άσκηση και συζήτηση των προσφυγών στην Επιτροπή Εφέσεων εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 126 του παρόντος.» 
              Είναι, επομένως, προφανέστατο, ότι τόσο για την άσκηση εφεσης ενώπιον του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού και δικαιοδοτικού οργάνου της ΕΠΟ, όσο και για την αίτηση επανασυζήτησης – αναψηλάφισης μιας υποθέσεως λόγω της προσκόμισης νέων αποδεικτικών στοιχείων που δεν ήταν δυνατόν να ληφθούν υπόψη κατά την εκδίκαση της υποθέσεως, ο νομοθέτης δεν νομιμοποιεί μόνο τον ηττηθέντα ή έχοντα έννομο συμφέρον διάδικο, αλλά και οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που υφίσταται άμεση ή έστω και έμμεση βλάβη από την εκδοθείσα απόφαση, έστω και αν δεν μετείχε στην διαδικασία.
                 Το ΑΣΕΑΔ έχει κρίνει επανειλλημένως τέτοιες υποθέσεις, με πλέον πρόσφατη αυτή επί της οποίας εξεδόθη η υπ’ αριθ. 5/ 22-1-2015 απόφαση του Α΄ Τμήματος, επί αιτήσεως της ΚΑΕ ΠΑΟΚ περί επανασυζήτησης  υποθέσεως της ΚΑΕ ΑΡΗΣ κατά ΕΣΑΚΕ. Παρότι η ΚΑΕ ΠΑΟΚ δεν ήταν διάδικος αλλά, καίτοι προσκληθείσα, ούτε συμμετείχε κατά την εκδίκαση έφεσης της ΚΑΕ ΑΡΗΣ κατά αποφάσεως του Μονομελούς Δικαιοδοτικού Οργάνου του ΕΣΑΚΕ, εν τούτοις το ΑΣΕΑΔ της αναγνώρισε  έννομο συμφέρον να ζητήσει επανεξέταση της υποθέσεως, ως επικαλούμενη νέα αποδεικτικά στοιχεία, έκρινε παραδεκτή την αίτησή της, την απέρριψε δε στη συνέχεια για ουσιαστικούς λόγους ως αβάσιμη.
                Κατόπιν όλων των ανωτέρω θεωρούμε ως νομικά αυτονόητο, ότι οι παραπάνω ισχύουσες σήμερα διατάξεις, καθώς και η διαμορφωθείσα σχετικώς νομολογία, ελλειπούσης και κάποιας ρητής αντίθετης διάταξης του Κανονισμού του Διαιτητικού Δικαστηρίου της ΕΠΟ, θα πρέπει να εφαρμόζονται και επί των αιτήσεων αναψηλάφισης – επανάληψης διαδικασίας ενώπιον του Διαιτητικού Δικαστηρίου , αφού σύμφωνα με το άρθρο 20 του Κανονισμού του αυτό είναι πλέον αρμόδιο για την εξέταση όλων αυτών  των υποθέσεων αναψηλάφισης που πρίν την σύσταση του Διαιτητικού Δικαστηρίου ανήκαν, σύμφωνα με τις ανωτέρω αναφερθείσες διατάξεις,  στην αρμοδιότητα της Επιτροπής Εφέσων.
                    Στο σημείο αυτό, παρότι δεν ερωτώμεθα σχετικά, είμαστε υποχρεωμένοι για την διαφύλαξη του επιστημονικού κύρους του ΙΔΕΑΔ, να διατυπώσουμε τις σοβαρότατες ενστάσεις μας σχετικά με την νομιμότητα της σύστασης και λειτουργίας του Διαιτητικού Δικαστηρίου, αφού όπως κατεδείχθη ανωτέρω, οι δια νόμου ανατεθείσες στην Επιτροπή Εφέσεων της ΕΠΟ αρμοδιότητες σχετικά με την επανασυζήτηση – αναψηλάφιση υποθέσεων , που εκδικάσθηκαν ενώπιόν της, αφηρέθησαν από το ανωτέρω όργανο και ανετέθησαν στο Διαιτητικό Δικαστήριο απλώς μέσω καταστατικών διατάξεων ή κανονισμών της Ομοσπονδίας, κατά παράβαση τόσο της κείμενης νομοθεσίας και της αυτονοήτως ισχύουσας αρχής της νομιμότητας, όσο και της περιγραφείσης ανωτέρω θεμελιώδους  αρχής του αθλητικού δικαίου, περί αμοιβαίας αποδοχής μεταξύ γενικής και αθλητικής εννόμου τάξεως.
Δ. Το έννομο συμφέρον της ΠΑΕ Απόλλων στην υπό κρίσιν περίπτωση
Εν προκειμένω, το έννομο συμφέρον της ΠΑΕ Απόλλων Σμύρνης ερείδεται στη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 Κανονισμού Αγώνων Ποδοσφαίρου (ΚΑΠ) 2014, που συνιστά τον εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου: «Σε περίπτωση που, για οποιονδήποτε λόγο, η έναρξη των πρωταθλημάτων δεν μπορεί να γίνει με τον προκαθορισμένο αριθμό ομάδων, ο αριθμός τους συμπληρώνεται με ισάριθμες ομάδες από την αμέσως επόμενη κατηγορία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 3 περ. α!, σε συνδυασμό με τη διάταξη της παρ. 4 περ. β!  του άρθρου 27 του παρόντος Κανονισμού». Επομένως, υπέρ της ομάδας της αμέσως επόμενης κατηγορίας, ιδρύεται, ίδιον, άμεσο και αυτοτελές, δικαίωμα ανόδου, που θεμελιώνει, επαναλαμβάνουμε, το αντίστοιχο έννομο συμφέρον.-
Σημειώνουμε ότι η τροποποίηση, μόλις τον Ιούνιο του 2015, του ανωτέρω άρθρου, που ορίζει ότι: «Σε περίπτωση που για οποιονδήποτε λόγο, η έναρξη των πρωταθλημάτων δεν μπορεί να γίνει με τον προκαθορισμένο αριθμό ομάδων, ο αριθμός αυτός δεν συμπληρώνεται για κανέναν λόγο», δεν είναι και χρονικώς, ακόμη, εφαρμοστέα, διότι συγκρούεται με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 περ. α! ΚΑΠ 2014 (η οποία περιλαμβάνεται αυτούσια και στον ΚΑΠ 2015): «Οποιαδήποτε τροποποίηση κατά τη διάρκεια της αγωνιστικής περιόδου, ισχύει από την επόμενη περίοδο, εκτός εάν πρόκειται για αυξομείωση των ομάδων κάθε κατηγορίας οπότε ισχύει από την μεθεπόμενη».-
Μάλιστα, η Εκτελεστική Επιτροπή της ΕΠΟ, στην από 27/08/15 γνωμοδότηση της Νομικής της Υπηρεσίας, μετά από σχετικό αίτημα του ΑΣ Άρης Θεσσαλονίκης, επιβεβαίωσε ότι η ως άνω τροποποιηθείσα διάταξη δεν μπορεί να ισχύσει  για το αγωνιστικό έτος 2015-16. Στο ίδιο συμπέρασμα είχε καταλήξει και σχετική γνωμοδότηση του ΙΔΕΑΔ που είχε ζητηθεί από τον ΑΣ Αρης Θεσσαλονίκης προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ενώπιον των αρμοδίων οργάνων της ΕΠΟ. Σημειωτέον ότι, κατά το άρθρο 49 ΚΑΠ, «η αυθεντική ερμηνεία του ΚΑΠ ανήκει, αποκλειστικώς, στην Εκτελεστική Επιτροπή». Εν όψει αυτών και, κατόπιν της ως άνω αυθεντικής ερμηνείας του ΚΑΠ, δεν καταλείπεται αμφιβολία: Η, εν προκειμένω, εφαρμοστέα διάταξη, που ιδρύει και το άμεσο έννομο συμφέρον της ΠΑΕ Απόλλων Σμύρνης, είναι η του άρθρου 4 παρ. 2 ΚΑΠ 2014.-
Με βάση τα προεκτεθέντα ο Απόλλων Σμύρνης, όχι μόνον υφίσταται ως νομικό πρόσωπο την αυταπόδεικτη άμεση ή έμμεση βλάβη που απαιτεί και στην οποία αρκείται ο νόμος, αλλά προσέτι έχει άμεσο έννομο συμφέρον να προσβάλει με αίτηση αναψηλαφήσεως την υπ’ αριθμ. 63/2015 απόφασης της Επιτροπής Εφέσεων, με την οποία απηλλάγη η ΠΑΕ Βέροια. Η έκβαση της υποθέσεως επηρέασε, πράγματι, τη βαθμολογική θέση του Απόλλωνα. Υπέστη, δηλαδή, βλάβη, ενώ ευλόγως προσδοκούσε όφελος.-
Εξάλλου, το έννομο συμφέρον του έχει, ήδη, αναγνωριστεί με την υπ’αριθμ. 67/2015 απόφαση της Επιτροπής Εφέσεων της ΕΠΟ, με την οποία κρίθηκε πειθαρχικώς ελεγκτέα η ΠΑΕ Κασσιόπη, κατόπιν άσκησης πρόσθετης παρέμβασης αυτού στην, εκεί, πειθαρχική δίκη. Το ίδιο έννομο συμφέρον υφίσταται και στην υπόθεση της, κατά τ’ άλλα, απαλλαγείσας ΠΑΕ Βέροια. Στην τελευταία περίπτωση, η Επιτροπή Εφέσεων δεν επέτρεψε την πρόσθετη παρέμβαση στην ομάδα του Απόλλωνα (εξ αυτού δε και μόνον του λόγου ο Απόλλων δεν κατέστη διάδικος) για τυπικούς, δηλαδή δικονομικούς, λόγους. Ωστόσο, είναι βέβαιον ότι το έννομο συμφέρον δεν παύει να υφίσταται επειδή η προβολή του έγινε, δικονομικώς, άτακτα.-
Ε. Συμπέρασμα
Εν όψει αυτών, θεωρούμε ότι ο Απόλλων Σμύρνης δικαιούται να ασκήσει παραδεκτώς αίτηση αναψηλάφησης ενώπιον του Τακτικού Διαιτητικού Δικαστηρίου, σε υπόθεση όπου φέρει την ιδιότητα του τρίτου, στο πρόσωπου του οποίου συντρέχει έννομο συμφέρον. Στην περίπτωσή του, θεωρούμε ότι θεμελιώνεται υπέρ τρίτου –μη διαδίκου- δικαίωμα παραδεκτής επανεξέτασης της υπόθεσης, που τον επηρεάζει, διότι ενδέχεται, αν και εφόσον, φυσικά, η αίτηση του ευδοκιμήσει, δηλαδή γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν, να ευνοηθεί από την τυχόν ευδοκίμηση της πειθαρχικής δίωξης που είχε απειλήσει την ΠΑΕ Βέροια.-
Η ανωτέρω γνωμοδότηση συντάχθηκε, βεβαιώθηκε και έγινε ομοφώνως αποδεκτή, κατόπιν εισηγήσεως του Προέδρου του ΙΔΕΑΔ, κατά την συνεδρίαση του Διοικητικού του Συμβουλίου της Δευτέρας 26 Οκτωβρίου 2015.
Αθήνα, 26-10-2015
        Ο Πρόεδρος του ΙΔΕΑΔ


          Δρ. Ανδρέας Μαλάτος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου